ἀνεδύσετο

ἀνεδύσετο
ἀναδύνω
come to the top of the water
aor ind mid 3rd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποτή — (I) ἡ, Α (ποιητ. τ.) η πτήση, το πέταγμα («αἰθυίη δ εἰκυῑα ποτῆ ἀνεδύσετο λίμνης», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ , ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού πέτομαι* «πετώ» + κατάλ. η]. (II) ἡ, Α μικρή ποσότητα κρασιού για δοκιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο… …   Dictionary of Greek

  • όγε, ήγε, τόγε — / ὅγε, ἥγε, τόγε (Α) (η δεικτική αντωνυμία ὁ, ἡ, τό που γίνεται πιο εμφαντική με την προσθήκη τού μορίου γε και χρησιμοποιείται κυρίως για να δειχθεί και να δηλωθεί ένα πρόσωπο με πιο εκφραστικό και οριστικό τρόπο και να διακριθεί από άλλα) 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”